Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Υποβάθμιση του ιστάμενου ξύλου

 
mukhtes
 
Το τεύχος 16 (Απρίλιος – Ιούνιος 2004) του περιοδικού ΕΘΙΑΓΕ – Τριμηνιαία έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας – ήταν αφιερωμένο στο ξύλο. Ο Φάκελος «Ξύλο: ένα μεγάλο δώρο της φύσης» περιλαμβάνει επτά πολύ ενδιαφέροντα άρθρα, γραμμένα από ειδικούς επιστήμονες, με σκοπό την κατά το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση του ενδιαφερομένου αναγνώστη.

του Δρ Στέφανου Διαμαντή,
Τακτικός Ερευνητής (Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών)
 
Τα δάση και το ξύλο το οποίο παράγουν αποτελούν έναν από τους πλέον πολύτιμους φυσικούς πόρους του πλανήτη μας. Συνέβαλαν σημαντικά στην επιβίωση και εξέλιξη του αν­θρώπου, στην ανάπτυξη πολιτισμών και τη δημιουργία κα­τάλληλων συνθηκών για την επιβίωση μιας θαυμαστής βιο­ποικιλότητας. Το ξύλο αποτέλεσε την πιο κοινή πηγή ενέρ­γειας, αλλά και το κύριο κατασκευαστικό υλικό που χρησι­μοποίησε ο άνθρωπος. Ξύλινες κατασκευές ηλικίας μερι­κών χιλιάδων ετών έχουν ανασκαφεί στις ημέρες μας, οι οποίες αποδεικνύουν την ανθεκτικότητα του ξύλου όταν αυτό βρέθηκε σε συνθήκες που δεν ευνοούν τη φθορά του.
 
Το ξύλο κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας ως ιστάμενο δένδρο προσβάλλεται και υποβαθμίζεται από ξυ­λοσηπτικούς μύκητες. Αυτοί προσβάλλουν ακόμη και δια­μορφωμένη ξυλεία πριν τη μεταφορά της στους χώρους επεξεργασίας καθώς και ξυλεία σε χρήση. Οι σημαντι­κότεροι ξυλοσηπτικοί μύκητες ανήκουν στις Τάξεις Aphyllophorales και Agaricales των Βασιδιομυκήτων. Προκαλούν στο ιστάμενο ξυλώδες κεφάλαιο των δασών τε­ράστια απώλεια πολύτιμης πρώτης ύλης σε παγκόσμια κλί­μακα. Υπολογίζεται ότι η απώλεια ιστάμενου ξύλου από σήψεις ξεπερνά την απώλεια από όλες τις άλλες φυτοπαθολογικές ασθένειες των δασών. Στη Ελλάδα, η απώλεια ξύλου από σήψεις ιδιαίτερα στα ελατοδάση και τα δάση οξυάς κατά την περίοδο 1950-1980 έφθανε το 80%. Η καλ­λιέργεια των δασών όμως και η απομάκρυνση των υπε­ρήλικων, σάπιων δένδρων έχει αναβαθμίσει ποιοτικά το ξυλώδες κεφάλαιο της χώρας.
 
Σήψη είναι η βιολογική διαδικασία κατά την οποία το ξύ­λο που παράγουν τα φυτά αποσυντίθεται, κυρίως από μύ­κητες και λιγότερο από βακτήρια, σε απλές οργανικές ενώσεις. Καθώς οι ξυλοσηπτικοί μύκητες (όπως και όλοι οι μύκητες) δε διαθέτουν χλωροφύλλη για την παραγωγή θρεπτικών οργανικών ουσιών, εξαρτώνται από τις οργα­νικές ουσίες των φυτών και ιδιαίτερα την κυτταρίνη, τη λιγνίνη και τις ημικυτταρίνες, τις οποίες διασπούν με ένζυ­μα που εκκρίνουν σε εύληπτες γι' αυτούς ενώσεις. Η πλει­ονότητα των ξυλοσηπτικών μυκήτων είναι σαπρόφυτοι ορ­γανισμοί. Έτσι, η είσοδός τους σε ένα υγιές δένδρο είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνον από σημεία όπου η συ­νέχεια του φλοιού έχει διασπασθεί. Σε ελάχιστες περι­πτώσεις η είσοδος γίνεται μέσω συνένωσης ριζών με προ­σβεβλημένα δένδρα. Έτσι, οι πυρκαγιές, οι πληγώσεις από ζώα, οι δασοκομικές επεμβάσεις όπως καθαρισμοί, αραιώσεις, κλαδεύσεις, ρητίνευση κ.ά. και οι υλοτομικές εργασίες που εκτελούνται στα δάση και αποτελούν αίτια πλήγωσης των δένδρων, επηρεάζουν σημαντικά την εξάπλωση των σήψεων και κατ’ επέκταση την ποιοτική και ποσοτική παραγωγή των δασών.
 
Αν και οι ξυλοσηπτικοί μύκητες, τα βακτήρια και τα έντομα προκαλούν φθορά στο χρήσιμο ξύλο που μεταφράζεται σε σημαντική οικονομική απώλεια, εν τούτοις η αποσύνθεση του ξύλου (κορμοί εκκριζωμένων, σπασμένων κ.ά. δένδρων, κλα­διών, φλοιού υπολειμμάτων υλοτομιών) και η ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων αποτελεί θεμελιώδη διεργασία για τη λειτουργία του δασο-οικοσυστήματος. Το σάπιο ξύλο εξα­σφαλίζει βιότοπο σε μεγάλο αριθμό άλλων οργανισμών και αποτελεί σημαντικό κρίκο στην τροφική αλυσίδα.
 
Παρακάτω περιγράφονται συνοπτικά οι παράγοντες, βιοτι­κοί και αβιοτικοί, που ευνοούν την έναρξη των σήψεων στα δάση και υποβαθμίζουν το ιστάμενο ξύλο. Προτείνονται επίσης γενικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την αποτροπή αυτής της φθοράς.


Παράγοντες που ευνοούν την έναρξη των σήψεων σε ιστάμενα δένδρα
 
Η ζωή των ξυλοσηπτικών μυκήτων ξεκινά από μικροσκοπικά σπόρια. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες αυτά εκβλαστάνουν και δημιουργούν λεπτούς σωλήνες, τις υφές. Όταν τα σπόρια επικαθήσουν επάνω σε ξύλο, οι υφές αναπτύσσο­νται, διεισδύουν στο ξύλο και δημιουργούν το μυκήλιο (μού­χλα). Καλά ανεπτυγμένο μυκήλιο καρποφορεί και παράγει καρποσώματα σαρκώδη, δερματώδη, κερατοειδή, σχήμα­τος οπλής αλόγου (οι κοινές ίσκες) κ.ά. τα οποία παράγουν ασύλληπτο αριθμό σπορίων. Υπολογίζεται ότι ένα καρπόσωμα του μύκητα Ganoderma applanatum – Γανόδερμα το επίπεδο, που αναπτύσσεται επάνω σε ξύλο πλατύφυλλων δένδρων και ιδιαίτερα οξυάς, παράγει 30 εκατομμύρια σπό­ρια κάθε μέρα και για μήνες. Αυτά μεταφέρονται με τον αέ­ρα η άλλους φορείς και διασπείρουν το μύκητα. Οι ξυλο­σηπτικοί μύκητες είναι δυνατό να μεταδοθούν και μέσω της συνένωσης των ριζών από σάπια δένδρα σε υγιή. Στα πρεμνοφυή δάση πλατύφυλλων δένδρων όπως οξυάς, δρυός και καστανιάς η σήψη μπορεί να μεταδοθεί από τα σάπια μη­τρικά πρέμνα στα νέα πρεμνοβλαστήματα.
 
Για να αναπτυχθούν οι μύκητες χρειάζονται πηγή τροφής που για τους ξυλοσηπτικούς μύκητες είναι το ξύλο, κατάλ­ληλες θερμοκρασίες, υγρασία στο υπόστρωμα και αέρα. Εάν έστω και μία από τις παραπάνω συνθήκες δεν πληρούται τότε ο μύκητας θα νεκρωθεί η θα περιπέσει σε ληθαργική κατάσταση. Στην περίπτωση των ιστάμενων δέν­δρων φαίνεται ότι ο σημαντικότερος παράγοντας που επη­ρεάζει την προσβολή τους από ξυλοσηπτικούς μύκητες εί­ναι η ύπαρξη τραυμάτων.
 
Πληγώσεις προκαλούνται στα δένδρα από αβιοτικούς και βιοτικούς παράγοντες. Οι έρπουσες πυρκαγιές που δε νε­κρώνουν τα δένδρα αλλά προκαλούν νέκρωση του φλοιού, οι ανεμοθλασσίες και χιονοθλασσίες, οι παγοραγάδες κ.ά. συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο κοινών αβιοτικών παραγόντων. Πληγώσεις δένδρων από ζώα, προσβολές από φλοιοφάγα έντομα, ημιπαράσιτα (ιξός) και κυρίως οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της διαχείρισης των δασών είναι οι σημαντικότεροι βιοτικοί παράγοντες.
 
Η σήψη ιστάμενων δένδρων αυξάνεται με την ηλικία της συ­στάδας. Μεγάλης ηλικίας δένδρα παραμένουν εκτεθειμέ­να στον κίνδυνο προσβολής για μεγαλύτερο χρονικό διά­στημα. Σημειώνεται ότι η σήψη ιστάμενων δένδρων απο­συνθέτει το νεκρό ξύλο των κορμών χωρίς να προκαλεί αρ­νητικές επιπτώσεις στην επιβίωση τους. Δένδρα με σήψη στον κορμό μπορεί να καθίστανται πιο εύθραυστα από ανέ­μους ενώ με σήψη στη ρίζα να εκριζώνονται ευκολότερα, όμως μπορεί να αναπτύσσονται φυσιολογικά όταν δεν υπάρχουν ακραίοι αβιοτικοί παράγοντες.
 
Αμέσως μετά την πρόκληση του τραύματος το κάμβιο αντι­δρά με παραγωγή επουλωτικού ιστού. Η ταχύτητα επού­λωσης εξαρτάται από το μέγεθος του τραύματος και τη σφριγηλότητα του συγκεκριμένου δένδρου. Εάν η επού­λωση επέλθει γρήγορα τότε πιθανό να προκληθεί στο ξύ­λο μόνο μία απλή μετάχρωση. Εάν όμως το τραύμα παρα­μείνει ανοιχτό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σε περίοδο που οι συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας εί­ναι ευνοϊκές, τότε το εκτεθειμένο ξύλο αποικείται από βα­κτήρια και πρόσκοπους μύκητες καθώς και ξυλοσηπτικούς μύκητες σε μία κατά χώρο διαδοχή.
 
Γενικά, σε ιστάμενα δένδρα η σήψη καταστρέφει το εγκάρ­διο ξύλο ενώ σε νεκρά δένδρα και σε διαμορφωμένη ξυ­λεία το σομφό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ζωντα­νό σομφό ξύλο διαθέτει μηχανισμούς αντοχής ενώ όταν το ξύλο νεκρωθεί αυτοί πλέον δεν είναι αποτελεσματικοί. Αμέσως μετά την υλοτομία και ενώ το ξύλο βρίσκεται ακό­μη στις κορμοπλατείες του δάσους, είναι δυνατό να πα­ρουσιάσει ταχύτατα σημαντική υποβάθμιση εξαιτίας μεταχρώσεων. Μούχλες και μετάχρωση προκαλούνται στο ξύλο από μύκητες οι οποίοι αναπτύσσονται στην επιφάνεια του και τρέφονται με υδατάνθρακες ιδιαίτερα των ακτινικών παρεγχυματικών κυττάρων. Τέτοιες βλάβες εκδηλώνονται ιδιαίτερα σε ξύλο κωνοφόρων υπό υγρές συνθήκες και μπορεί να προκαλέσουν μετάχρωση σε 1-2 ημέρες. Δε μεταβάλλουν τις μηχανικές ιδιότητες του ξύλου αλλοιώ­νουν όμως την αισθητική του εμφάνιση. Η βλάβη είναι δυ­νατό να απομακρυνθεί με επιφανειακό πλανάρισμα.
 
Η κυάνωση του ξύλου κωνοφόρων που εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία και αποτελεί συνηθισμένο πρόβλημα ιδιαίτερα στην ξυλεία μαύρης πεύκης της χώρας μας, είναι ένα σο­βαρότερο πρόβλημα διότι μπορεί να επεκταθεί σε αρκετό βάθος μέσα στο ξύλο. Οι μύκητες που την προκαλούν ανα­πτύσσονται ταχύτατα σε φρεσκο-υλοτομημένο ξύλο όταν επικρατεί υγρός και ζεστός καιρός. Τρέφονται με το πε­ριεχόμενο των παρεγχυματικών ακτινικών κυττάρων και δεν επηρεάζουν τα κυτταρικά τοιχώματα. Έτσι, η κυάνω­ση δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση αρχικό στάδιο σήψης ενώ η μηχανική αντοχή του ξύλου δεν υποβαθμίζεται. Δεν απομακρύνεται με πλανάρισμα διότι επεκτείνεται σε βά­θος μέσα στη μάζα του ξύλου. Κυανωμένο ξύλο μπορεί άφο­βα να χρησιμοποιηθεί σε χρήσεις όπου η αισθητική έχει δευτερεύουσα σημασία.
 
Ευνοϊκές θερμοκρασίες για την ταχεία ανάπτυξη και έντονη δραστηριότητα των ξυλοσηπτικών μυκήτων είναι από 15 έως 30 0C. Έτσι, στις τροπικές αλλά και στις εύκρατες χώ­ρες κατά τη διάρκεια του θέρους, το ξύλο μετά την υλοτομία του πρέπει να αποφλοιώνεται η να λαμβάνεται μέριμνα για την προστασία του. Αντίθετα, το χειμώνα οι χαμηλές θερμοκρασίες διατηρούν το ξύλο ασφαλές από σήψεις.
 
Είναι αποδεδειγμένο ότι μεγάλα και βαριά, σύγχρονα, συγκομιστικά μηχανήματα προκαλούν πολύ περισσότερα τραύ­ματα στα παραμένοντα δένδρα. Το σημείο αυτό είναι ιδι­αίτερα σημαντικό για την ελληνική δασοπονία καθώς όλα τα παραγωγικά μας δάση διαχειρίζονται με επιλογικές υλο­τομίες. Διαπιστώνεται ιστορικά πλέον ότι ο συνδυασμός χρήσης ελκτικών ζώων και ελαφρών συγκομιστικών μηχα­νημάτων με μία κατά χώρο κατανομή εργασίας θα ήταν η πλέον κατάλληλη λύση για τις ελληνικές συνθήκες.
 
Η σήψη του ξύλου αλλοιώνει πολλές από τις ιδιότητες του. Ακόμη και ελαφρά σήψη ελαττώνει το βάρος του, τη σκληρότητά του και το καθιστά πιο εύθραυστο. Το σάπιο ξύλο καθίσταται πιο εύφλεκτο αλλά εκλύει λιγότερες θερμίδες σε σύγκριση με το υγιές.
 
 
 
Βακτήρια
 
Το υγρά εγκάρδιο που καταλαμβάνει το κέντρο των κορμών ιστάμενων δένδρων χαρακτηρίζεται από ξύλο με υψηλή πε­ριεκτικότητα σε νερό. Εμφανίζεται σε διάφορα είδη και ιδι­αίτερα στη λεύκη, την ιτιά και τη φτελιά. Στη λεύκη τέτοιο ξύ­λο μπορεί να έχει μικρότερο ειδικό βάρος, μικρότερη σκληρότητα και ελαττωμένη αντοχή σε συμπίεση από ό,τι υγιές ξύλο. Αν και τα αίτια δημιουργίας του δεν έχουν βεβαιωθεί έχει αποδειχτεί ότι το υγρό εγκάρδιο αποικείται από διάφο­ρα βακτήρια τα οποία προκαλούν μετάχρωση και δυσοσμία.
 
 
 
Έντομα
 
Τα δένδρα τα οποία καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του πλανήτη μας παράγουν τεράστιες ποσότητες τροφής για τα έντο­μα. Το ξύλο μπορεί να προσβληθεί από έντομα από το στά­διο του αναπτυσσόμενου νεαρού δένδρου μέχρι το στάδιο του κτιρίου, πατώματος, επίπλου κ.λπ. Πολλά έντομα προ­σβάλλουν μόνο ξύλο κωνοφόρων δένδρων ενώ άλλα πλατυφύλλων. Γενικά, τα έντομα χρησιμοποιούν το ξύλο ως κα­τοικία, χώρο ωοτοκίας αλλά και ως τροφή. Σε πολλά είδη, μεγάλη απώλεια προκαλούν τα τέλεια έντομα, πιο συχνά όμως οι προνύμφες είναι εκείνες που καταστρέφουν το ξύ­λο. Σε διάφορα σημεία του κόσμου διαφορετικά έντομα μπο­ρεί να προκαλούν τις μεγαλύτερες απώλειες, όμως οι τερμί­τες γενικά φαίνεται ότι είναι ο χειρότερος εχθρός του ξύλου.
 
Το ξύλο είναι δυνατό να καταναλωθεί από αντίστοιχες κα­τηγορίες τερμιτών είτε περιέχει μικρή ποσότητα υγρασίας (4-5%) είτε είναι υγρό. Οι τερμίτες κατατρώγουν το ξύλο εσωτερικά αφήνοντας μία λεπτή στρώση εξωτερικά, η οποία κρύβει έτσι όλες τις ενδείξεις για την καταστροφή που προ­καλούν.
 
Και τα ξυλοφάγα έντομα (beetles – σκαθάρια) προκαλούν σημαντικές απώλειες στο ξύλο από τη ζωντανή του μορφή στο δάσος μέχρι και το ξύλο κατασκευών. Σε όλο τον κό­σμο έξι είναι οι σημαντικότερες Οικογένειες ξυλοφάγων σκαθαριών: Lyctidae, Anobiidae, Cerambycidae, Bostrichidae, Platypodidae και Scolytidae.
 
Άλλα έντομα, όπως μυρμήγκια, μέλισσες, σφήκες κ.λπ., κα­τασκευάζουν στοές για την ωοτοκία τους η χρησιμοποιούν το ξύλο για να φωλιάσουν.


Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι:
  • Η συχνότητα και έκταση της σήψης αυξάνεται με την αύ­ξηση της ηλικίας της συστάδας.
  • Σπορόφυτα δένδρα περιέχουν λιγότερη  σήψη από τα πρεμνοβλαστηματα.
  • Δένδρα με εμφανή τραύματα περιέχουν περισσότερη σήψη από δένδρα χωρίς τραύματα.
  • Όσο μεγαλύτερο διάστημα μεσολαβεί από την πλήγωση τόσο μεγαλύτερη θα είναι η σήψη.
  • Όσο βαρύτερα και ογκοδέστερα συγκομιστικά μηχανή­ματα χρησιμοποιούνται σε δάση που διαχειρίζονται με επι­λεκτικές υλοτομίες τόσο περισσότερα και βαρύτερα τα τραύματα που προκαλούνται και κατ’ επέκταση η σήψη στα παραμένοντα δένδρα.
  • Υλοτομικές εργασίες που εκτελούνται κατά τη θερινή και φθινοπωρινή περίοδο καταλήγουν σε πολλαπλάσια σήψη εξαιτίας της άμεσης αποίκησης όλων των πληγώσεων από ξυλοσηπτικούς μύκητες.
  • Έστω και σύντομη παραμονή έμφλοιων κορμοτεμαχίων στο δάσος είναι αρκετή για την έναρξη μετάχρωσης, ενώ μακρύτερη παραμονή έμφλοιου η άφλοιου ξύλου θα καταλήξει σε σήψη.

Μέτρα που ελαττώνουν την απώλεια ιστάμενου ξύλου από σήψη
 
Η ορθολογική διαχείριση των δασών μπορεί να αποτρέψει σε σημαντικό βαθμό τις απώλειες από σήψεις και ξυλοφά­γα έντομα. Για ευπαθή δασοπονικά είδη συνιστάται ο υπο­λογισμός του παθολογικού περίτροπου χρόνου ο οποίος δείχνει:
  • την ηλικία των δένδρων που η προσαύξηση ισούται με τον ξυλώδη όγκο που σήπεται ή
  • την ηλικία που επιτυγχάνεται ο μέγιστος εμπορεύσιμος ξυλώδης όγκος ή
  • την ηλικία που η διατήρηση μιας συστάδας δεν είναι πλέ­ον οικονομικά ενδεδειγμένη.
Στην πράξη διάφορες πρακτικές όπως, η εκτέλεση των υλο­τομιών κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η φροντίδα για όσο το δυνατό λιγότερες πληγώσεις στα ιστάμενα δένδρα στην περίπτωση επιλεκτικών υλοτομιών, η άμεση αποφλοίωση και η ταχεία μεταφορά της ξυλείας από το δάσος στους χώ­ρους επεξεργασίας κ.ά. είναι δυνατό να μειώσουν σημα­ντικά τις φθορές από μεταχρώσεις, σήψεις και έντομα.
 
Δένδρα του αστικού χώρου (δενδροστοιχιών, πάρκων κ.ά.) πρέπει να ελέγχονται συχνά από εξειδικευμένο προσωπι­κό για ύπαρξη σήψης. Κλαδιά σάπιων δένδρων η ακόμη και ολόκληρα δένδρα με εκτενή σήψη, ως πιο εύθραυστα είναι δυνατό να σπάσουν ή να εκριζωθούν κατά τη διάρ­κεια καταιγίδων με οδυνηρές συνέπειες. Συνιστάται όπως ένα από τα κριτήρια επιλογής δένδρων για το αστικό πε­ριβάλλον είναι και η ανθεκτικότητά τους σε σήψη. Όλα τα δασοπονικά είδη δεν παρουσιάζουν την ίδια ευαισθησία στις σήψεις. Έτσι, μεταξύ των ελληνικών ειδών το εγκάρ­διο ξύλο αρκεύθου (κέδρου), κυπαρισσιού, ίταμου, ψευδακακίας και καστανιάς θεωρείται ιδιαίτερα ανθεκτικό ενώ της ελάτης, ερυθρελάτης, μαύρης πεύκης, λεύκης, ιτιάς, φλαμουριάς, πλατανιού κ.ά. είναι ευπαθές.
 
Δρ Στέφανος Διαμαντής, Τακτικός Ερευνητής
Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου