Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Αχλαδιές της Λέσβου - Τοπικές ποικιλίες της Λέσβου (3ο μέρος)



Καταγραφή και μελέτη τοπικών ποικιλιών καλλιεργουμένων δένδρων και αμπέλου στο νησί της Λέσβου στο πλαίσιο του προγράμματος Agrisles
 
Τα αχλάδια είναι το είδος που εμφανίζεται με τις περισσότερες διαφορετικές ποικιλίες στο νησί (46), σε 16 διαφορετικές περιοχές (Πίνακας). Μόνο στην Αγιάσο εντοπίστηκαν 28 ποικιλίες και 13 και 10 στο Μεγαλοχώρι και στο Λεπέτυμνο, αντίστοιχα. Αναφέρεται ότι στην περιοχή της Αγιάσου τα αχλάδια, πέρα από κλάδεμα, δεν απαιτούν ιδιαίτερες καλλιεργητικές φροντίδες, «γίνονται μόνα τους». Σε σχέση με την εμπορία των αχλαδιών, το 58% των παραγωγών που συμμετείχαν στην έρευνα εμπορεύονται το προϊόν τους, ως πλανόδιοι μικροπωλητές στα γύρω χωριά. Μόνο ένας από αυτούς έχει οργανωμένη εκμετάλλευση, εξοπλισμένη με ψυγεία για τη διατήρηση του προϊόντος. Ένα μεγάλο ποσοστό (42%) των παραγωγών, αν και διαθέτει μεγάλο αριθμό δένδρων, δεν εκμεταλλεύεται το προϊόν του εμπορικά και αφήνει τους καρπούς να πέσουν για να τραφούν τα ζώα που βόσκουν στην περιοχή.
 
 
 
 
Σημαντικότερες ποικιλίες, σε σχέση με την έκταση της καλλιέργειάς τους και τις δυνατότητές τους για εμπορική χρήση, εμφανίζονται να είναι οι Αχτσέδες, τα Κουντουρέλια, τα Κα- κάβια, τα Μυσκάπιδα, οι Μουτζουρίτες και τα Τσιλουπάρματα.
Οι Αχτσέδες ή Ζαχαράπιδα (τουρκ. αχτσέδες- άσπρα απίδια, καθαρά) είναι τα πιο συνήθη αχλάδια στο νησί και μπορεί να τα συναντήσει κανείς τόσο δίπλα στη θάλασσα, μέσα σε ελαιώνες, έως και σε υψόμετρο 700 μέτρων. Οι αποδόσεις τους κυμαίνονται ανάλογα με την περιοχή που καλλιεργούνται. Έτσι, μέσα σε ελαιώνες μπορεί να δώσουν 20-40 κιλά το δένδρο, ενώ σε πιο ψυχρές περιοχές οι αποδόσεις μπορεί να φτάσουν τα 100 κιλά. Αναφέρεται ότι παλαιότερα υπήρχαν δένδρα στην Αγιάσο και στα Βασιλικά που οι αποδόσεις τους έφταναν μέχρι και 200 κιλά. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός δένδρων βρίσκεται στο κτήμα Σημαντήρη στην Αχλαδερή, όπου σήμερα καλλιεργούνται περί τα 350 δένδρα περίπου. Ο Αχτσές είναι πρώιμο αχλάδι και ωριμάζει τον Ιούνιο. Η ωρίμανση του είναι μαζική και η συλλογή θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα. Ο καρπός είναι μικρός σαν αυγό, κιτρινωπού χρώματος. Είναι δένδρο προσαρμοσμένο στις εδαφικές συνθήκες του τόπου και δεν απαιτεί επιπλέον εφαρμογή λίπανσης ή κοπριάς. Είναι από τις πιο ευπαθείς ποικιλίες στο φουζικλάδιο και η μετασυλλεκτική του διάρκεια είναι πολύ μικρή, για αυτό και «πρέπει να μαζευτεί και να πωληθεί άμεσα», ενώ «δεν μπαίνει ψυγείο γιατί μαυρίζει». Η διάρκεια ζωής το δέν- δρου είναι γύρω στα 12-14 έτη. Ως προς τη γεύση είναι πολύ ξακουστά στο νησί, ως αχλάδια πολύ αρωματικά, ιδιαίτερα γλυκά και χυμώδη. Σύμφωνα με το Στρατή Παντελέλη, παλαιότερα είχε στηθεί μια ιδιαίτερη οργάνωση για τη συλλογή και τη διάθεσή του προϊόντος. Υπήρχαν οι «ταϊφάδες», ομάδες πέντε έως δέκα εργατών που μάζευαν απίδια στους μεγάλους απιδιώνες καθώς και μικροκτηματίες που είχαν αρκετές απιδιές, είτε μέσα στους ελαιώνες, είτε σε περιοχές με άλλα φρουτόδεντρα. Τα Ζαχαράπιδα απλώνονταν σε έναν τεράστιο σωρό σαν καμίνι και οι γυναίκες τα διάλεγαν σε τελάρα για να ταξιδέψουν και να διατεθούν είτε στην αγορά της Μυτιλήνης είτε και παραπέρα. Αναφέρεται ως «καλή αγορά» η Χίος καθώς οι τιμές ήταν καλές. Τα ανταγωνιστικά φρούτα εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ λίγα. Η διακίνηση των φρούτων τότε γινόταν με τα εμπορικά καΐκια. Σήμερα, πολλοί παραγωγοί επισημαίνουν τις εμπορικές δυνατότητες της συγκεκριμένης ποικιλίας, καθώς είναι περιζήτητη από τον κόσμο της Μυτιλήνης.
 
Τα Κακάβια εντοπίστηκαν στην περιοχή της Αγιάσου. Το δένδρο της συγκεκριμένης ποικιλίας είναι μεγάλο και οι αποδόσεις του ξεπερνούν τα 50 κιλά ανά δένδρο. Είναι όψιμα αχλάδια και ωριμάζουν το Σεπτέμβρη. Είναι μεγαλόκαρπα, μέτριας σκληρότητας και πρασινωπού χρώματος. Προτιμούν όξινα εδάφη και παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλή ανθεκτικότατα σε ασθένειες και εχθρούς, όπως το φουζικλάδιο και η καρπόκαψα. Αντέχουν μετασυλλεκτικά, περίπου 20 ημέρες εκτός ψυγείου. Πολλοί είναι αυτοί που αναδεικνύουν τις δυνατότητες της συγκεκριμένης ποικιλίας για εμπορία, χαρακτηρίζεται από υψηλή ανθεκτικότητα και καρπούς ιδιαίτερης γεύσης.
 
Τα Κουντουρέλια εικάζεται ότι προέρχονται από τη Μ. Ασία και τα έφερε στο νησί κάποιος Κουντουρέλλης. Σήμερα αναφέρεται ότι στην Μ. Ασία δεν καλλιεργούνται πια, ενώ στην Αγιάσο εκτιμάται ότι υπάρχουν γύρω στα 6.000 δένδρα. Οι αποδόσεις τους είναι υψηλές, γιατί «δένουν εύκολα» και κυμαίνονται από 40 έως και 200 κιλά το δένδρο. Είναι χειμωνιάτικα αχλάδια και ωριμάζουν τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Είναι μέτριας σκληρότητας, πρασινωπά και όταν ωριμάσουν κιτρινίζουν. Είναι από τα πιο μεγάλα αχλάδια της Αγιάσου και το βάρος του καρπού μπορεί να φτάσει μέχρι και το ένα κιλό. Αντέχουν στο κρύο, αλλά «μετά από ένα δυνατό αέρα μπορεί να πέσουν όλα». Αναφέρεται ότι πριν τη συλλογή του καρπού θα πρέπει να βρέξει, ώστε «ο καρπός να πάρει χρώμα και γυαλάδα» και να αυξηθούν οι αποδόσεις. Παρουσιάζουν μικρή ευαισθησία στο φουζικλάδιο, αλλά γενικά θεωρούνται ανθεκτικά σε ασθένειες και εχθρούς. Είναι πολύ ζουμερά και με μεγάλη μετασυλλεκτική διάρκεια, καθώς διατηρούνται έως και το Μάρτη ή τον Απρίλη. Πολλοί παραγωγοί αναφέρουν ότι η συγκεκριμένη ποικιλία έχει υψηλές εμπορικές δυνατότητες.
 
Οι Μουτζουρίτες εντοπίστηκαν σε διάφορες περιοχές του νησιού (Πίνακας). Τα δένδρα είναι μεγάλα και πολύ παραγωγικά, με αποδόσεις που μπορεί να φτάσουν τα 600 κιλά το δένδρο. Ωριμάζουν τον Αύγουστο και ο καρπός τους είναι κιτρινωπός, στρόγγυλος και μικρός στο μέγεθος του σύκου. Σε περιοχές με αρκετά νερά, οι καρποί γίνονται πιο μεγάλοι. Χαρακτηρίζονται ως υψηλής αντοχής στους εχθρούς και τις ασθένειες, ενώ η μετασυλλεκτική τους διάρκεια είναι μικρή. Διακρίνονται για το άρωμά τους και χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρασκευή γλυκού. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ποικιλία από τους γυναικείους συνεταιρισμούς του νησιού και η επέκταση της καλλιέργειας τους φαίνεται να έχει πολλές δυνατότητες.
 
Σημαντικές εμπορικές δυνατότητες παρουσιάζει και η ποικιλία Μυσκάπιδα, που χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή γλυκού. Σήμερα στην περιοχή της Αγιάσου εκτιμάται ότι υπάρχουν διάσπαρτα περί τα 800 δένδρα. Τα δένδρα της συγκεκριμένης ποικιλίας έχουν υψηλές αποδόσεις, που ανέρχονται περί τα 800 κιλά το δένδρο. Ωριμάζουν Ιούλιο με αρχές Αυγούστου και είναι κιτρινωπά και μικρόκαρπα, με «λίγο στυφή και λεμωνάτη γεύση».
Μεγάλος αριθμός δένδρων περί τα 5.000 εντοπίστηκαν στην περιοχή της Αγιάσου από την ποικιλία Τσιλουπάρματα (τσελεπή αρμούτ στην τουρκική σημαίνει αχλάδι για τον τσελεπή, τον προύχοντα τούρκο). Οι αποδόσεις ενός δένδρου κυμαίνονται μεταξύ 50-60 κιλά, ενώ το δένδρο έχει μικρή διάρκεια ζωής (περί τα 15 έτη). Το αχλάδι αυτό είναι κιτρινωπό, μεσαίου μεγέθους, «σαν γροθιά». Απαιτεί δροσερά κλίματα σε υψόμετρο 200-600 μέτρων, ενώ «αν τα βρει ο έντονος ήλιος και ο καύσωνας μπορεί να διαλυθούν μέσα σε 5 μέρες. Τα τελευταία χρόνια βράζουν» το καλοκαίρι, μαυρίζουν και χάνεται το ζουμί τους». Το αχλάδι αυτό ναι μεν ήταν προνομιούχο, εύγευστο, νόστιμο και πολύ γλυκό, ωστόσο παρουσιάζει μικρή μετασυλλεκτική διάρκεια, καθώς «αν χτυπηθεί, μαυρίζει πολύ εύκολα».
 
 
*Καταγραφή και μελέτη από τους : Κατερίνα Δούμα, Γεωπόνος Αλέξανδρος Γαλανίδης, Περιβαλλοντολόγος. Η μελέτη έγινε με τη συνεργασία του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου υπό την επίβλεψη της κας Τσίγγου Ραλλού, επιστημονικής υπεύθυνης του έργου.
** Για τον πίνακα στο σύνδεσμο: http://www.lesvosnews.net/articles/news-categories/agrotika-alieia/ahladies-topikes-poikilies-tis-lesvoy-3o-meros

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου