Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Η χλωρίδα στην περιοχή του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Ολύμπου



Συνολικά στον Όλυμπο έχουν καταμετρηθεί από τους επιστήμονες πάνω από 1700 είδη φυτών τα οποία αντιπροσωπεύουν το 25% της ελληνικής χλωρίδας.
Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Στη γυμνή από δέντρα αλπική ζώνη υπάρχουν πάνω από 150 είδη φυτών.
Από αυτά, τα μισά βρίσκονται μόνο στη Βαλκανική χερσόνησο και τα 23 είναι ενδημικά και είναι τα εξής:
 

Achillea ambrosiaca, Alyssum handelii, Asperula muscosa, Aubrieta thessala, Campanula oreadum, Carum adamovicii, Centaurea incomplete, Centaurea litochorea, Centaurea transies, Cerastium theophrasti, Coincla nivalis, Erysimum olympicum, Festuca olympica, Genista sakellariadis, Jankaea heldreichii, Ligusticum olympicum, Melampyrus ciliatum, Ophrys helenae, Poa thessala, Potentilla deorum, Silene oligantha, Viola striis - notata, Viola pseudograeca                    



Το είδος Jankaea heldreichii, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες.

Η βλάστηση του Ολύμπου λόγω του έντονου ανάγλυφου, της μικρής απόστασης από τη θάλασσα και της δημιουργίας πολλών μικροπεριβαλλόντων, χαρακτηρίζεται ιδίως στην ανατολική πλευρά από μεγάλη αναρχία, όσον αφορά τη διαδοχικότητα των ζωνών βλάστησης. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν τέσσερις ζώνες βλάστησης με πολλές όμως αλληλοδιεισδύσεις ειδών από τη μία στην άλλη.

Η πρώτη, από τα 300 έως τα 500 μέτρα ζώνη αειφύλλων σκληροφύλλων, περιλαμβάνει κυρίως θάμνους και δέντρα χαμηλού ύψους όπως την αριά (Quercus ilex), τη γλυστροκουμαριά (Arbutus adrachnae), το πουρνάρι (Quercus coccifera), την ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo), τον κέδρο (Juniperus oxycedrus). Υπάρχουν επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά φυλλοβόλα είδη: ο μελιός (Fraxinus ornus), το τρίλοβο σφενδάμι (Acer monspessulanum), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), η κοκορεβυθιά (Pistacia terebinthus), κ.α.
 
Από τα 600 μέχρι τα 1400 μέτρα, ζώνη των δασών οξιάς - ελάτης και ορεινών κωνοφόρων, συναντούμε κυρίως τη μαύρη πεύκη (Pinus nigra var. Pallasiana) σε συμπαγείς συστάδες. Σε μικρές ομάδες και λόχμες εμφανίζονται η υβριδογενής ελάτη (Abies hybridogenus), η οξυά (Facus moesiaca), σποραδικά η φτελιά (Ulmus glabra), ο ίταμος (Taxus baccata), η λεπτοκαρυά (Coryllus avellana), η κρανιά (Cornus mas), η αγριοκερασιά (Prunus cerasifera) και μια σημαντική ποικιλία από ποώδη φυτά. Στα φαράγγια και στις ρεματιές συναντάμε πλατάνια (Platanus orientalis) και ιτιές (Salix cinerea).
 
Από τα 1400 μέτρα έως τα 2500 μέτρα εμφανίζεται η ζώνη των ψυχροβίων κωνοφόρων με κυρίαρχο είδος το σπάνιο είδος πεύκης, το ρόμπολο (Pinus heldreichii), το οποίο κάνει την εμφάνιση του και από το υψόμετρο των 1100 μέτρων, αντικαθιστά βαθμιαία τη μαύρη πεύκη και δημιουργεί αμιγές δάσος σχεδόν μέχρι τα 2000 μέτρα. Η περιοχή που αναπτύσσεται το ρόμπολο είναι συνήθως ξηρή και οι πλαγιές πετρώδεις. Η βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές τοπικές συνθήκες και αντιπροσωπεύεται από χαρακτηριστικούς θάμνους, αγρωστώδη, χαμόφυτα κ.α., ενώ η χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη των Βαλκανίων.

 
Πάνω από τα 2500 μέτρα, που αποτελεί και το υψηλότερο δενδροόριο των Βαλκανίων, δεν έχουμε πλέον δάση, αλλά μόνο μια ποικιλία αλπικών οικοσυστημάτων χαμηλής βλάστησης με πολλά όμως σπάνια αγριολούλουδα, από τα οποία τα περισσότερα είναι ενδημικά της ελληνικής και βαλκανικής χλωρίδας.
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου